ρεζές

ρεζές
ο, Ν
στρόφιγγα θύρας ή παράθυρου, μεντεσές, κλάπα, μάσκουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reze].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαιρός — ό (Α θαιρός) νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος 2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”